- συντυχία
- συντυχίαa success
ταύταις ἐπὶ συντυχίαις P. 1.36
b misfortuneνιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.38
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ταύταις ἐπὶ συντυχίαις P. 1.36
νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.38
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
συντυχία — συντυχίᾱ , συντυχία occurrence fem nom/voc/acc dual συντυχίᾱ , συντυχία occurrence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντυχία — η, ΝΜΑ και συντυχιά Ν, και αττ. τ. ξυντυχία και ιων. τ. συντυχίη Α 1. συζήτηση, κουβεντολόι 2. τυχαία σύμπτωση γεγονότων, περιστάσεων ή παραγόντων, συγκυρία νεοελλ. 1. τυχαία συνάντηση 2. τόπος συνάντησης («εκεί ναι λύκωνε φωλιές και συντυχιά… … Dictionary of Greek
συντυχίᾳ — συντυχίαι , συντυχία occurrence fem nom/voc pl συντυχίᾱͅ , συντυχία occurrence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντυχιά — η 1. τυχαία συνάντηση. 2. σύμπτωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυντυχία — συντυχίᾱ , συντυχία occurrence fem nom/voc/acc dual συντυχίᾱ , συντυχία occurrence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυντυχίας — συντυχίᾱς , συντυχία occurrence fem acc pl συντυχίᾱς , συντυχία occurrence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντυχίας — συντυχίᾱς , συντυχία occurrence fem acc pl συντυχίᾱς , συντυχία occurrence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντυχίαι — συντυχία occurrence fem nom/voc pl συντυχίᾱͅ , συντυχία occurrence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυντυχίαν — συντυχίᾱν , συντυχία occurrence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντυχίαν — συντυχίᾱν , συντυχία occurrence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντυχιᾶν — συντυχία occurrence fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)